Blog

 

Θυμάμαι μερικούς, θυμάμαι και την εντύπωση που μου έκαμναν, στεναχωριόμουν που του κορόιδευαν αλλά ήμουν  μικρή και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε, αλλά και να μπορούσα δεν θα είχε αποτέλεσμα. Ο κόσμος το γλεντούσε, διασκέδαζε τη ρουτίνα του. Εσπαζε η μονοτονία,, οι σαλοί ήταν κομμάτι της καθημερινότητας που δεν ήταν και τόσο ποικιλόμορφη, όσο σήμερα, ούτε τηλεόραση υπήρχε ούτε ενημέρωση, μόνο ραδιόφωνο και εφημερίδα για τους πιο γραμματιζούμενους. «Πώς τη βγάζατε, ρε μάνα;,  με ρωτάνε τα παιδιά μου. Την βγάζαμε και ήμασταν και καλά.

Η πρώτη φιγούρα που μου’ρχεται στο μυαλό και που τη θυμάμαι συχνά, ήταν η τρελή η Ρωσίδα. Ηδη η εθνικότητά της άφηνε πολλά περιθώρια για εικασίες, αν δεν ήταν τόσο εμφανώς φευγάτη, οι συνομωσιολόγοι – το είδος βλέπεις άνθιζε από τότε – θα λέγανε ότι ήταν σταλμένη κατευθείαν από το Κρεμλίνο για να κατασκοπεύσει τη μίζερη ασήμαντη ζωή τους.

Ψηλή, κρεατωμένη, πουδραρισμένη στην εντέλεια με ένα περίεργο καλπάκι στο κεφάλι στα φουντωτά σγουρά μαλλιά της και την περίφημη μπέρτα που ανέμιζε γιατί η γυναίκα είχε γρήγορο και πολύ επιβλητικό βηματισμό. Διέσχιζε αποφασιστική το Καπάνι με άγνωστο προορισμό γιατί ποτέ δεν την είχε δει κανείς να κοντοστέκεται στα μαγαζιά να ψωνίσει κάτι. Συνήθως έκαμνε τη γύρα της πρωί που οι μαγαζάτορες κάθονταν μπρος στα σηκωμένα κιοπέγκια και σχολίαζαν τα της περασμένης μέρας και είχαν και όρεξη για καλαμπούρι  και για προγκάρισμα:.  «Καλώς την τη φρεγάδα, στις ομορφιές σου πάλι!» Τους κατακεραύνωνε με ένα αυστηρό βλέμμα και συνέχιζε τον δρόμο της απτόητη.

Πολλές φήμες κυκλοφορούσαν για πάρτη της. Το σίγουρο ήταν ότι την είχε ξεβράσει το κύμα των εμιγκρέδων που είχε κατακλύσει την πόλη μας μετά την Ρωσική επανάσταση, σίγουρο ήταν επίσης ότι την είχε σπιτώσει μεγαλέμπορος που είχε χάσει το μυαλό του μαζί της αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτε γιατί ήταν παντρεμένος και εξαρτιόταν από τον πεθερό του.

Μια άλλη φήμη την ήθελε να έχει ερωτευτεί όμορφο νεαρό αξιωματικό και αυτός να την παράτησε με μωρό στην αγκαλιά που της το πήραν οι γονείς του νεαρού και έφυγαν για άλλη πόλη. Τότε ήταν, λέγαν οι κακές γλώσσες που είχαν ξεχάσει τη δική τους προσφυγιά και τα παρατράγουδα της, που  η Ρωσίδα τρελάθηκε.

Ζητούσα να μάθω αλλά η μαμά μου μου έκοβε τη φόρα, «Ασ΄τηνα την έρμη, μην κουτσομπολεύεις, βρέθηκε σε ανάγκη. Να μην το ζήσει αυτό άνθρωπος» .

Εμείς καθόμασταν στη Καστριτσίου, τον δρόμο που ένωνε την οδό Αγίας Σοφίας με την πλατεία Αθωνος. Πενταόροφη πολυκατοικία με  μεγάλη τεράστια πόρτα από σφυρηλατημένο σίδερο και  είσοδο επιβλητική και ψηλοτάβανη.

Όταν βγαίναμε το απόγευμα, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, στον γυρισμό καθόμασταν στο γωνιακό καφενείο «Η ωραία Νάουσα», γωνία Αγίας Σοφίας και Καστριτσίου. Ένας  μεγάλος ψηλοτάβανος χώρος πάντοτε με  κόσμο, τσιγαρίλα και  θολούρα, με πολλούς ταβλαδόρους που χαλούσαν τον κόσμο με το χτύπημα των πούλιων πάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Οπου και να πηγαίναμε πάντοτε καθόμασταν κανένα μισάωρο στις πολυθρόνες της «Ωραίας Νάουσας» γιατί η περαντζάδα πρόσφερε πολύ μα πολύ σεργιάνι. Το σημείο ήταν η ραφή ανάμεσα στην κάτω Σαλονίκη, του κέντρου, των ζαχαροπλαστείων, των κινηματογράφων και της πάνω πόλης με τους στενούς δρόμους, τα παλιά σπίτια και  ανθρώπους με  πιο περιορισμένα οικονομικά.

συνεχίζεται…….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.